ξενοδιαγνωστική

ξενοδιαγνωστική
η
ιατρ. διαγνωστική μέθοδος κατά την οποία ο προσδιορισμός τής ταυτότητας ενός παρασίτου γίνεται σε έναν διάμεσο ξενιστή ο οποίος έχει προηγουμένως μολυνθεί με αίμα τού ασθενούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”